μετρουμένων

μετρουμένων
μετρέω
measure
pres part mp fem gen pl (attic epic doric)
μετρέω
measure
pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραοικονομία — η 1. η ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας ή η άσκηση οποιασδήποτε άλλης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς νομιμότητα, με σκοπό τη φοροδιαφυγή 2. (κατά ευρύτερη σημ.) το σύνολο τών μη μετρούμενων οικονομικών δραστηριοτήτων, δηλαδή τόσο τών… …   Dictionary of Greek

  • στενάχω — Α (ποιητ. τ.) 1. στεναχίζω* 2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.) 3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.) 4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ 5. (το μέσ.) στενάχομαι (για… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταθετικές σχέσεις — Θεμελιώδεις σχέσεις στην κβαντομηχανική, που καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των διαδοχικών επιδράσεων πάνω στην κυματική συνάρτηση. Αν δοθούν δύο τελεστές Α και Β, τότε το γινόμενο (ΑΒ) ορίζεται ως η πράξη της διαδοχικής εφαρμογής πρώτα του Β και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”